Κείμενο: Ιουλία Λειβαδίτη
Με το γούστο και την τέχνη συμβαίνει κάτι περίεργο: όλες θα συμφωνήσουμε επιφανειακά ότι «το γούστο είναι υποκειμενικό», ενώ ταυτόχρονα, όλες κατά βάθος πιστεύουμε ότι το δικό μας γούστο είναι το πιο έγκυρο. Αν κάποιος διαφωνεί με εμάς, είναι επειδή δεν έχει καταλάβει κάτι, δεν έχει μορφωθεί αρκετά -ή αντίστροφα· επειδή είναι σνομπ- ή γενικώς επειδή δεν έχει καλό γούστο. Μια στάνταρ στιχομυθία σε όλους τους καυγάδες για συγκροτήματα, είτε σε παρέες είτε online, είναιη παρακάτω:
Α: «Το Χ συγκρότημα είναι χάλια»
Β: «Αυτή είναι η απλώς η δική σου γνώμη»
Α: «Φυσικά και είναι η γνώμη μου, για μένα μιλάω»
Β: Ναι, αλλά η γνώμη σου δεν έχει κάποια αντικειμενική αξία»
Α:«Ούτε η δική σου όμως»
και ούτω καθ’ εξής, adinfinitum. Ας το παραδεχτούμε: αν όλοι πιστεύαμε ότι τα γούστα μας είναι υποκειμενικά και δεν έχουν καμία αξίωση οικουμενικότητας, δεν θα συζητάγαμε καν για τέχνη, αφού δεν θα είχαμε και κάτι να πούμε. Εμένα μου άρεσε, εμένα όχι, ο καθένας έχει τη γνώμη του, τέλος συζήτησης, τραβάμε ο καθένας το δρόμο του. Θα διαφωνούσαμε λιγότερο αλλά η ζωή θα ήταν και κάπως πιο βαρετή.
Όσοι έχουμε την πολυτέλεια ή τη διάθεση να συνεχίζουμε να παρακολουθούμε κάποιο είδος τέχνης και μετά τα 30 (δυστυχώς για πολλούς από αυτή την ηλικία και μετά σταματάει η εντατική ενασχόληση -τουλάχιστον με καινούρια πράγματα) βλέπουμε ότι ως ένα βαθμό, τα γούστα είναι όχι ακριβώς υποκειμενικά (εξακολουθώ να πιστεύω ότι υπάρχει αντικειμενικά καλή και κακή τέχνη) αλλά σίγουρα σχετικά και εξαρτώμενα από πολλούς παράγοντες. Το διαπιστώνουμε καθώς τα δικά μας γούστα αλλάζουν, και όχι πάντα προς την κατεύθυνση που νομίζαμε. Υποτίθεται ότι όσο περνάνε τα χρόνια στρέφεσαι σε πιο «σοβαρές» ή «αποδεκτές» μορφές τέχνης, αλλά σε εμένα για παράδειγμα συνέβη κατά το αντίθετο. Μέχρι τα 30 περιφρονούσα βαθύτατα τη χορευτική μουσική ή οποιαδήποτε μουσική δεν είχε κιθάρες, αυτό δηλαδή που λέγαμε ποπ. Μετά τα 30, προφανώς επηρεασμένη και από πολιτισμικές αλλαγές (καθώς οι μουσικοκριτικοί στα ξένα μίντια άρχισαν να βλέπουν πιο σοβαρά και θετικά και την ποπ μουσική -ίσως επειδή το ροκ μας τελείωσε), και απελευθερωμένη από τη μετεφηβική ανάγκη να μου αρέσουν μόνο υπέρ κουλ και ψαγμένα πράγματα, άρχισα να ακούω και να απολαμβάνω (εντελώς μη-ειρωνικά) καθαρή ποπ μουσική. Τώρα θεωρώ τον εαυτό μου σχεδόν σουπερφαν της LadyGaga. Αν μου το έλεγες στα 25 θα είχα φρίξει. Όταν πριν μερικά χρόνια πήγα στη συναυλία της Ριάνα, μια φίλη μου είπε «εντάξει, αλλά τράβα τη γραμμή στη J. Lo».
Τι άλλαξε; Είχα δίκιο στα 25 ή στα 35; Δεν έχει και τόση σημασία. Ο λόγος που θέτω αυτό το ερώτημα δεν είναι επειδή υπάρχει σωστή απάντηση, αλλά επειδή θέλω να δείξω ότι οι προτιμήσεις μας δεν αναπτύσσονται σε ένα πολιτισμικό κενό. Όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι προτιμήσεις μας, τουλάχιστον μετά την εφηβεία, αντικατοπτρίζουν βασικά αντικειμενικές εκτιμήσεις για το ‘τι είναι καλό’, στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζουν και τι έχουμε μάθει ότι είναι καλό, πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Κάποιες από αυτές τις αντιλήψεις είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, που είναι σχεδόν αόρατες. Αρκετές έχουν να κάνουν με απόψεις που αναπτύξαμε από διαβάσματα και ακούσματα στην παιδική και εφηβική μας ηλικία σχετικά με το ποιες ομάδες ανθρώπων μπορούν να κάνουν «σοβαρή τέχνη». Και αυτές οι ομάδες ήταν συνήθως οι λευκοί άντρες. Ναι ξέρω… έχουμε βαρεθεί να το ακούμε, αλλά μήπως δεν είναι αλήθεια; Η βαθιά περιφρόνηση όσων ήταν «ψαγμένοι» στη μουσική για τη ντίσκο προερχόταν ή όχι από έναν συνδυασμό ρατσισμού και ομοφοβίας; Στην Ελλάδα των τελών του 1970 και του 1980 ήμασταν ίσως ακόμα αρκετά απομακρυσμένοι από τα μουσικά κέντρα του πλανήτη, όποτε ενστερνιζόμασταν αυτή την οπτική και απορρίπταμε συλλήβδην τη ντίσκο χωρίς να γνωρίζουμε ή να συνειδητοποιούμε ότι οι δημιουργοί της και όσοι την χόρευαν ήταν ως επί το πλείστον μαύροι ή/και ομοφυλόφιλοι. Συχνά, αυτή η απόρριψη ντυνόταν με αντί-καπιταλιστική, αντί-αμερικάνικη ή γενικώς μια αντί-mainstream κριτική. Δεν είναι ότι αυτή η κριτική δεν είχε βάση, αλλά πολύ αμφιβάλλω κατά πόσο ήταν στην ουσία της απόρριψης. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι η απόρριψη της ντίσκο (με την ευρεία έννοια) εν πολλοίς σταμάτησε όταν λευκά συγκροτήματα με rock ή underground credentials αγκάλιασαν αυτή τη μουσική και άρχισαν να δείχνουν εμφανώς τις επιρροές τους από αυτή.

Επίσης δεν θεωρώ ασύνδετο από το ρατσισμό, το γεγονός ότι στην Ελλάδα, για να γίνει αποδεκτός μαύρος καλλιτέχνης ως «σπουδαίος» πρέπει να έχουν περάσει καμία 40ρια χρόνια από την εμφάνιση του στο προσκήνιο. Τέλος, το ότι πολλές γενιές ανθρώπων (με εξαίρεση νέους μιλένιαλς και κάτω) πιστεύουν πραγματικά ότι το χιπχοπ δεν είναι καν μουσική, δεν είναι άσχετο με το ότι αυτή η μουσική παράγεται από μαύρους/μετανάστες/ φτωχούς ανθρώπους. Προσοχή: δεν λέω ότι όποιος δεν ακούει χιπ χοπ είναι ρατσιστής. Ούτε εγώ πολυακούω. Πολλές φορές κάποια είδη μουσικής όντως απλώς δεν μας αγγίζουν, ή ξεπερνάνε τη γενιά μας και τη δυνατότητά μας να ακούσουμε καινούρια πράγματα. Όμως ζητάω να εξετάσουμε αν πίσω από την συλλήβδην απόρριψη και την υπερβολικά κριτική αντιμετώπιση, είτε κάποιου είδους μουσικής, είτε κάποιων συγκεκριμένων καλλιτεχνών κρύβονται, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, προκαταλήψεις, φυλετικές, ταξικές ή έμφυλες. Μπορεί και όχι, αλλά οφείλουμε να εξετάσουμε αυτή την πιθανότητα με ειλικρίνεια πριν αποφανθούμε. Οι αρνητικές ή απαξιωτικές αντιλήψεις για τις γυναίκες δημιουργούς συγκεκριμένα είναι το θέμα που θέλω να αναπτύξω περαιτέρω.

«Εγώ και οι παπαγάλοι μου»
Πιστεύω ότι στη ρίζα των ανυπέρβλητα υψηλών στάνταρ που θέτουμε για να θαυμάσουμε μια γυναίκα δημιουργό (τίποτα από Patti Smith και κάτω) και γενικώς της αδιαφορίας μας και της αδυναμίας μας να ασχοληθούμε σοβαρά με καλλιτέχνιδες, βρίσκεται η αντίληψη ότι οι γυναίκες απλώς δεν μπορούν να δημιουργήσουν αριστουργήματα -εκτός από σπανιότατες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ένα έργο τέχνης που έχει φτιαχτεί από γυναίκα προσεγγίζεται a priori, έστω και ασυνείδητα, ως ένα έργο μικρότερης σημασίας ή με πολύ λιγότερες πιθανότητες να είναι εξίσου σημαντικό ή πρωτοποριακό με το έργο ενός άντρα δημιουργού. Σχεδόν όλες μας, άντρες και γυναίκες, φεμινίστριες και μη, έχουμε βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις όσον αφορά τις ικανότητες και την προσφορά των γυναικών δημιουργών στην τέχνη. Και αντί να φωνάζουμε πως όχι και πως ποτέ δεν θα παραδοθούμε στην αστυνομία της πολιτικής ορθότητας, καλύτερα θα ήταν να εξετάσουμε με θάρρος και ειλικρίνεια τις προκαταλήψεις μας.
Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι γύρω μας που είναι εραστές της τέχνης: ακούν μουσική, διαβάζουν βιβλία, βλέπουν ταινίες, κι όμως καμία γυναίκα καλλιτέχνης δεν είναι στα αγαπημένα τους. Μπορεί να είμαι και εγώ, μια φεμινίστρια, μπορεί και να είναι άντρες -και αρκετά συχνά είναι… Μιλάμε για ανθρώπους που αγαπούν την τέχνη, αλλά δεν αγαπάνε τις γυναίκες δημιουργούς στην τέχνη. Ίσως θαυμάζουν μια ηθοποιό ή μια τραγουδίστρια ή μια χορεύτρια. Καταλαβαίνουν και εκτιμούν ότι μια γυναίκα μπορεί να εκτελέσει εξαίσια το έργο ενός άντρα. Ως ερμηνεύτριες θα τις αναγνωρίσουν, κάποιοι θα σου αναφέρουν και τα προβλεπόμενα κλισέ: ότι τις βοηθάει και ο «πλούσιος συναισθηματικός κόσμος» τους, δηλαδή η γυναικεία τους «φύση». Έχουν όμως πρόβλημα να τις αναγνωρίσουν ως πρωτότυπες, αυθεντικές δημιουργούς. Ρώτα για αγαπημένο συγγραφέα, τραγουδοποιό, σκηνοθέτη, ζωγράφο και θα δεις. Οι περισσότεροι μουσικόφιλοι, κινηματογραφόφιλοι, βιβλιόφιλοι κοκ δεν θα βάλουν ποτέ μια γυναίκα σε αυτή την κατηγορία.
Δεν μπορεί όμως να είναι απλώς τυχαίο ή προτίμηση το ότι δεν θαυμάζουν φανατικά κάποια γυναίκα καλλιτέχνη; Για έναν περαστικό ‘καταναλωτή’ τέχνης ίσως, για έναν εραστή της τέχνης, όμως, όχι. Εδώ να σημειώσουμε αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτός ο άνθρωπος είναι συνειδητά μισογύνης. Αν ρωτήσεις αυτόν τον τύπο ή την τύπισσα θα σου πει (και μάλλον θα το πιστεύει) ότι απλώς «δεν έτυχε». Αλλά, όταν μιλάμε για κάποιον άνθρωπο που ακούει άπειρη μουσική ή βλέπει 10 ταινίες την εβδομάδα, και γενικώς ζει και αναπνέει για αυτά, δεν γίνεται να είναι τυχαίο. Δεν είναι λογικό κάποιος με τόσο συχνή επαφή με την τέχνη να μην έχει ενθουσιαστεί με το έργο καμίας γυναίκας, αν δεν εμφορείται από κάποια προκατάληψη.
Αν στριμώξεις κάποιον τέτοιο τύπο θα δεις ότι οι συχνά, αντί αν προβληματιστεί ή να πει ότι δεν γνωρίζει αρκετά για το θέμα (όπως ίσως αν τον ρωτούσες γιατί δεν του αρέσει κανένας μαύρος συγγραφέας), προσπαθεί να βρει επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την προτίμησή του. Και τα επιχειρήματα είναι δυο. Πρώτον, οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν σπουδαία τέχνη και αυτό το αποδεικνύει η ιστορία. Δεύτερον, ίσως οι γυναίκες κάνουν κάπως σημαντικά πράγματα, όμως σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο το οποίο δεν τον αφορά (βλέπε: δεν διαβάζω «γυναικεία λογοτεχνία», θα το αναλύσουμε πιο κάτω).

Πάμε στο πρώτο επιχείρημα «οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν σπουδαία τέχνη και αυτό το αποδεικνύει η ιστορία». Είναι δυστυχώς πολύ πιο διαδεδομένο από ότι φανταζόμαστε. Που είναι η γυναίκα Μπετόβεν, η γυναίκα Χίτσκοκ, ή η γυναίκα Σαίξπηρ θα σε ρωτήσουν; Δεν υπάρχουν; Ιδού η απόδειξη ότι γυναίκες δεν μπορούν να δημιουργήσουν σε αυτό το επίπεδο. Γιατί; Ποιος ξέρει γιατί; Δεν έχει σημασία όμως, αφού η ιστορία το αποδεικνύει ότι δεν γίνεται. Ίσως δεν είναι αρκετά δημιουργικές ή έξυπνες, ίσως τους ενδιαφέρουν περισσότερο άλλα θέματα όπως η οικογένεια και τα παιδιά. Επειδή πλέον, σε κάποια μέρη του κόσμου (στα οποία οριακά είναι και η Ελλάδα) είναι σχετικά απονομιμοποιημένο να λες ότι οι γυναίκες είναι διανοητικά κατώτερες, στο τέλος όλα καταλήγουν στο ότι οι γυναίκες «δημιουργούν» μέσω της γέννας και γι’ αυτό δεν νιώθουν την ανάγκη να δημιουργήσουν σε άλλα επίπεδα. Μάλιστα κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι άντρες δημιουργούν τέχνη ακριβώς επειδή έχουν κάποιο έλλειμμα επειδή δεν μπορούν να γεννήσουν… Εξάλλου τι πιο σημαντικό από το να δημιουργείς ζωή; Αφοί οι γυναίκες μπορούν να κάνουν αυτό το σημαντικό, τι πειράζει που δεν μπορούν να κάνουν ένα σπουδαίο έργο τέχνης;

«Maman»
Σε αυτό το ερώτημα (γιατί δεν υπάρχουν γυναίκες που να έχουν δημιουργήσει αριστουργήματα ή και ακόμα, γιατί οι ιστορικά πρώτες προσπάθειες των γυναικών στην τέχνη ήταν σχετικά ‘χαμηλού’ επιπέδου) έχει απαντήσει ήδη η Βιρτζίνια Γουλφ στις διαλέξεις τις οποίες εξέδωσε με τη μορφή δοκιμίου και τίτλο «Ένα δικό σου δωμάτιο» (διαθέσιμο ολόκληρο online στα αγγλικά). Το βασικό επιχείρημα της Γουλφ, η οποία αναφερόταν βέβαια στις γυναίκες και την πεζογραφία, αλλά θεωρούμε ότι ισχύει και για όλες τις τέχνες, είναι ότι μια γυναίκα, αν θέλει να δημιουργήσει είναι απαραίτητο να έχει «λεφτά και ένα δικό της δωμάτιο». Ό,τι δηλαδή διαθέτει και ένας άντρας, μόνο που για τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών αυτά τα δυο ήταν όχι απλώς δύσκολο, αλλά ουσιαστικά αδύνατο να τα έχουν, μέχρι και τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα. Η οικονομική ανεξαρτησία, για να προλάβω όσες θα σπεύσουν να μιλήσουν για τον φτωχό καλλιτέχνη (ο οποίος βέβαια κάποια δωρεά/προστασία/χορηγία μπορούσε να εξασφαλίσει) αναφέρεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες, δεν είχαν καν τη δυνατότητα οποιασδήποτε αυτόνομης οικονομικής ύπαρξης εντός του γάμου. Εκτός γάμου; Καταρχάς ήταν οικονομικά και κοινωνικά αδιανόητο να μην παντρευτείς. Η αγαμία δεν υπήρχε σχεδόν ούτε για τους άντρες ως επιλογή, βέβαια οι ανύπαντροι είχαν τη δυνατότητα να δουλέψουν και να έχουν αξιοπρεπείς ζωές ή αν ήταν από μεσοαστικές οικογένειες, να έχουν και καριέρα στο στρατό ή την εκκλησία. Για τις ελάχιστες γυναίκες που δεν παντρεύονταν, οι δουλειές που ήταν διαθέσιμες (σε όσες επιτρεπόταν να δουλέψουν) ήταν τόσο κακοπληρωμένες και σκληρές που ήταν αδύνατον να ζήσεις μόνη σου σε οτιδήποτε άλλο εκτός από απόλυτη ένδεια, εξ’ ου και η λύση ήταν ή να γίνουν απλήρωτες υπηρέτριες της οικογένειας τους ή να πάνε στο μοναστήρι (όπου αν δεν ήταν από καλή οικογένεια, πάλι τις υπηρέτριες θα κάνανε). Για όσες δυστυχισμένες έκαναν το λάθος να βρεθούν ανύπαντρες και με παιδί (κάτι όχι τόσο σπάνιο δεδομένου ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε αντισύλληψη) η μοίρα ήταν ακόμα πιο σκληρή.
Αυτό για το κομμάτι της οικονομικής ανεξαρτησίας, αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι το επιχείρημα για το «δικό σου δωμάτιο». Η Γουλφ διατυπώνει τη θέση ότι ακόμα και όταν υπήρχε πλέον κάποια οικονομική ανεξαρτησία εντός του γάμου (πχ μετά το τέλος του 19ου αιώνα που επιτράπηκε στις παντρεμένες γυναίκες στην Αγγλία να έχουν περιουσία στο όνομά τους), η γυναίκα δεν μπορούσε να έχει ούτε μια στιγμή μόνη μέσα στο σπίτι, αν τυχόν ήθελε να κάτσει να γράψει (ή να ζωγραφίσει ή να συνθέσει μουσική κλπ). Οι ασταμάτητες μέριμνες για το σπίτι και τα παιδιά δεν θα της έδιναν ούτε ένα λεπτό ησυχίας, ενώ βεβαία ακόμα και η έννοια της ιδιωτικότητας ή της απόσυρσης σ’ ένα δικό της χώρο για μια γυναίκα-έστω και προσωρινά από την οικογενειακή ζωή-ήταν αδιανόητη, ακόμα και εκεί που υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Αυτό ισχύει σε κάποιο βαθμό και τώρα. Όλοι έχουμε ζήσει και θυμόμαστε το «σουτ, ο μπαμπάς διαβάζει εφημερίδα» ή «σουτ, ο μπαμπάς κοιμάται». Είναι τόσο δεδομένο ότι ο πατέρας είναι ο μόνος που έχει δικαίωμα σε ιδιωτικό χρόνο και χώρο μέσα στην οικογένεια που μας φαίνεται σχεδόν αστείο το «σουτ, η μαμά διαβάζει». Επιπλέον, ακόμα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό ανισότητα στον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται οι δουλειές όπως μαγείρεμα και καθάρισμα στο σπίτι, η φροντίδα παιδιών, αρρώστων ή/και ηλικιωμένων αλλά και όλος διανοητικός φόρτος της οργάνωσης ενός νοικοκυριού. Οι γυναίκες, ακόμα και όταν εργάζονται και εκτός σπιτιού δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους άντρες μέσα στο σπίτι, και αυτό στην Ευρώπη του σήμερα (με τεράστιες διαφορές μεταξύ Ελλάδας και π.χ. Φιλανδίας βέβαια).

Όπως γράφει η Γουλφ σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Ρωτάω γιατί οι γυναίκες δεν έγραφαν ποίηση στην ελισαβετιανή εποχή και δεν είμαι σίγουρη για το πώς μορφώνονταν· αν διδάσκονταν να γράφουν· αν είχαν δικά τους σαλόνια· πόσες γυναίκες είχαν παιδιά πριν γίνουν είκοσι ενός· με λίγα λόγια τι έκαναν από τις οκτώ το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ.» Μελετώντας τις συνθήκες ζωής μιας γυναίκας και ενός άντρας από την ίδια κοινωνική τάξη με το γνωστό παράδειγμα της «αδελφής του Σαίξπηρ» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν πράγματι «θα ήταν αδύνατον για μια γυναίκα της εποχής του Σαίξπηρ να έχει τη μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ» (το παράδειγμα στο βιβλίο ξεκινάει εδώ: αξίζει το κόπο να το διαβάσετε). Αν βέβαια τα υλικά εμπόδια για τη δημιουργία ενός μεγαλοφυούς έργου ήταν μεγάλα για τις γυναίκες, τα πνευματικά εμπόδια ήταν ακόμα μεγαλύτερα. Αντιγράφουμε ξανά από τη Γουλφ: «η αδιαφορία του κόσμου, που ο Κητς κι ο Φλωμπέρ και άλλοι μεγαλοφυείς άντρες το έβρισκαν τόσο δύσκολο να την υποφέρουν, ήταν, στην περίπτωσή της [γυναίκας], όχι πια αδιαφορία, αλλά εχθρότητα. Ο κόσμος δεν έλεγε σε αυτή, όπως σε εκείνους, «Γράψε, αν θέλεις· εμένα το ίδιο μου κάνει. Ο κόσμος έλεγε καγχάζοντας, Θα γράψεις; Και ποιος ο λόγος να γράψεις;».
Η Γουλφ περιγράφει στη συνέχεια γλαφυρότατα και σχεδόν σπαρακτικά την επίδραση της αποθάρρυνσης στο μυαλό ενός καλλιτέχνη και συγκεκριμένα τον χλευασμό, την περιφρόνηση, τον σκαιότατο και σκληρότατο τρόπο με τον οποίο εκφράζονταν στη δημόσια σφαίρα οι άντρες για οποία γυναίκα τολμούσε να δοκιμάσει την τύχη της στο γράψιμο. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι μέχρι την εποχή της Γουλφ υπήρχαν σοβαροί άνθρωποι, φιλόσοφοι και επιστήμονες που αναστοχάζονταν σχετικά με το αν οι γυναίκες έχουν ψυχή, ή οποιεσδήποτε πνευματικές ικανότητες. Εδώ αναφέρεται και η διαβόητη φράση (που έχει χρησιμοποιηθεί παλιότερα για γυναίκες που χορεύουν ή που κηρύττουν) σε δημοφιλές βιβλίο μουσικής του 1928 «Κύριε, μια γυναίκα που συνθέτει είναι σαν το σκύλο που περπατάει στα πισινά του πόδια. Δεν το κάνει καλά, σε αφήνει όμως έκπληκτο το γεγονός ότι το κάνει και μόνο». Όλοι καταλαβαίνουμε ότι τέτοιες αντιλήψεις δεν ήταν μεμονωμένες απόψεις κάποιων περίεργων αλλά η κυρίαρχη αντίληψη σχετικά με τις δημιουργικές δυνατότητες των γυναικών. Αντίληψη την οποία αναπαρήγαγαν οι γονείς τους, οι δάσκαλοι τους (όταν απέκτησαν δικαίωμα να πηγαίνουν σχολείο – για πανεπιστήμιο δεν το συζητώ αυτό ήρθε στο 20ο αιώνα), άλλοι καλλιτέχνες και όσοι επηρέαζαν ή και καθόριζαν την πορεία της ζωής τους.

«Aυτοπροσωπογραφία ως η Αλληγορία της Ζωγραφικής»
Δεν είναι απορίας άξιο λοιπόν που δεν υπήρξε η γυναίκα Σαίξπηρ ή Μπετόβεν, ή Χίτσκοκ. Πέρα από το ότι οι γυναίκες είχαν σχεδόν μηδενική οικονομική/κοινωνική ανεξαρτησία ή χρόνο (καθώς ήταν αποκλειστικά επιφορτισμένες με το να ανατρέφουν όλη την ανθρωπότητα), καταπνιγόταν, κάποιες φορές με βίαιο τρόπο, και η οποιαδήποτε ψυχική διάθεση για καλλιτεχνική εργασία. Τα δυο πρώτα έχουν σχετικά εκλείψει πλέον, το τρίτο θα έλεγα ότι μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίζει κάπως να αλλάζει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, διάσημο Έλληνα συγγραφέα να δηλώνει, σε εκπομπή πολιτισμού, ότι δεν έχει διαβάσει ποτέ κάτι καλό από γυναίκα γιατί «οι γυναίκες δεν ξέρουν να γράφουν» και να ακολουθήσουν γελάκια και επιδοκιμασίες από όλο του πάνελ καλλιτεχνών και διανοούμενων, πρέπει να ήταν τέλη δεκαετίες του 1990. Για να μην πω για το πώς έγραφαν οι μουσικοκριτικοί, Έλληνες και ξένοι, όχι μόνο για γυναίκες μουσικούς (σεξουαλικοποιώντας τες και απαξιώνοντάς τες), αλλά ακόμα και για τις γυναίκες που άκουγαν μουσική (μουσική για «κοριτσάκια», μουσική για «νοικοκυρές», μουσική για «γυναίκες στην εμμηνόπαυση», ήταν όλα κωδικός για κακή μουσική). Πραγματικά θεωρώ ότι μόνο τις τελευταίες δυο, άντε τρεις δεκαετίες γίνεται μια κάπως πιο αντικειμενική και ψύχραιμη κριτική του έργου των γυναικών δημιουργών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι ανακαλύπτουν σημαντικές καλλιτέχνιδες του παρελθόντος που είχαν μείνει στην αφάνεια ή των οποίων έργα δεν είχαν ποτέ δημοσιοποιηθεί.
Η δεύτερη κατηγορία επιχειρήματος όσων «δεν διαβάζουν» γυναίκες συγγραφείς (δεν ακούν γυναίκες συνθέτριες κ.ο.κ.) είναι όπως αναφέραμε πιο πάνω, το επιχείρημα ότι «αυτό το είδος ‘τέχνης’ δεν είναι τόσο σπουδαίο» ή και ακόμα «είναι συμπαθητικό αλλά δεν είναι ακριβώς τέχνη». Εδώ εντάσσεται και αυτό που λέμε «γυναικεία» μουσική, «γυναικεία» λογοτεχνία, «γυναικείες» ταινίες κοκ. Ή έργα που κάποιοι θεωρούν ως ‘δευτερεύουσα’ τέχνη (κέντημα, κεραμική, ρομαντικές κομεντί, performance art, ‘διακοσμητική’ ζωγραφική, προφορική αφήγηση κλπ). Είναι τέχνη αλλά όχι ακριβώς. Είναι «γυναικεία» τέχνη. Είναι γλυκούλα. Χαριτωμένη. Καμία φορά φολκλόρ. Συνήθως τρυφερή. Αν δεν είναι γλυκούλα, τότε είναι το αντίθετο: θέλει «να σοκάρει για να σοκάρει», «εκμεταλλεύεται το πολιτικό κλίμα», «πουλάει τη σεξουαλικότητα της». Πράγματα δηλαδή που έκαναν οι άντρες καλλιτέχνες από την αρχή του χρόνου, αλλά στις γυναίκες για κάποιο λόγο είναι πιο επιλήψιμα, ή/και αφαιρούν από την αξία του έργου τους. Η πιο εντυπωσιακή διανοητική ακροβασία πάντως που έχω ακούσει είναι από άντρα οποίος, προκειμένου να υπερασπιστεί την επιλογή του να μην διαβάζει βιβλία γραμμένα από γυναίκες, υποστήριξε ότι η λογοτεχνία δεν είναι κάτι σπουδαίο σαν τέχνη γενικώς. Ως επίρρωση αυτού, ο τύπος (καλλιτέχνης ο ίδιος παρακαλώ) προσέθεσε «εξάλλου, μόνο οι γυναίκες διαβάζουν λογοτεχνία». Είναι εκπληκτικό: ένα ολόκληρο είδος τέχνης απαξιώνεται όχι μόνο επειδή πλέον οι γυναίκες διαπρέπουν ξεκάθαρα σε αυτό (έρχεται και η γυναίκα Σαίξπηρ, να μου το θυμηθείτε) αλλά και επειδή καταναλώνεται κυρίως από γυναίκες.
Πιθανώς όλα τα παραπάνω να μην πείσουν τον συνειδητοποιημένο μισογύνη (και μισογύνισσα) που θεωρεί ότι πραγματικά οι γυναίκες δεν μπορούν να δημιουργήσουν κάτι μεγαλοφυές. Ελπίζω όμως ότι θα μας κάνουν να ξανασκεφτούμε ειλικρινά πως προσεγγίζουμε έργα από γυναίκες δημιουργούς, πως ίσως τις προσπερνάμε ευκολότερα από τους άντρες ή τις «ξεχνάμε», και ίσως να ξεκινήσουμε να εμπλουτίζουμε το ρεπερτόριο μας. Χαμένοι δεν θα βγούμε. Εγώ στα 40 μου και μετά από πολλά χρόνια που ακούω φανατικά μουσική (και συμπληρώνω στα σταυρόλεξα αμέσως τη λέξη «διάσημη χήρα»), ανακάλυψα την Yoko Ono. Όπως είναι και τίτλος της στήλης του Paris Review: “Feminize Your Canon”.
Λινκς/ Περαιτέρω διάβασμα
- Why Have There Been No Great Women Artists?, Lynda Nochlin
- Οι πατριάρχες της μεγάλης φόρμας και οι συνένοχοί τους, Bernardine Evaristo
- Sexism is rife in classical music, James Rhodes
- Why Is Work by Female Artists Still Valued Less Than Work by Male Artists?, Taylor Whitten Brown
** H ίδια η έννοια της «μεγαλοφυΐας», του μοναχικού καλλιτέχνη που δημιουργεί αριστουργήματα από το κεφάλι του, μόνο και μόνο με τη δύναμη της τρομερής διάνοιάς του, χωρίς επιρρόες, συνεργασίες, ιδέες και αλληεπιδράσεις με την κοινωνία και άλλους ανθρώπους, ειναι λανθασμένη και προβληματική, αλλά χρησιμοιποείται εδώ ως συντομογραφία για αυτό που θα λέγαμε «κορυφαίο καλλιτέχνη που έχει δημιουργήσει αξεπέραστα αριστουργήματα, και το έργο του έχει επηρέασει την πορεία της τέχνης του και όλες τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών».